«Πως βίωσα την πτώση του τείχους του Βερολίνου»
Την Πέμπτη 9/11/1989, η Angela Merkel μαζί με μια φίλη της, πήγε για sauna. Ήταν η βραδιά που έπεφτε επιτέλους το τείχος του Βερολίνου. Και ενώ χιλιάδες ανατολικογερμανοί ξεχύθηκαν στους δρόμους του Δυτικού Βερολίνου, η νεαρή φυσικός, που την επόμενη χρονιά θα εκλέγονταν βουλευτής, και μια μέρα θα γίνονταν καγκελάριος της χώρας, χαλάρωνε σε κάποιο ατμόλουτρο του Ανατολικού Βερολίνου, ενώ στη συνέχεια πήγε για μπύρες. Όπως ανέφερε η ίδια στην εφημερίδα The Guardian, «Σκέφτηκα πως αν άνοιγε ο τοίχος, δεν θα ξαναέκλεινε, οπότε αποφάσισα να περιμένω».
Ως δυτικογερμανός που μεγάλωσα στην άλλη πλευρά του τείχους, ήμουν και εγώ ολίγον τι αδιάφορος εκείνη την ημέρα.
Ήμουν 18 χρόνων, και ήταν η τελευταία μου σχολική χρονιά. Το επόμενο πρωινό της 10ης Νοεμβρίου, πήγα στο σημείο μαζί με μερικούς συμμαθητές μου και σκαρφαλώσαμε στον τοίχο. Οι φωτογραφίες που τραβήξαμε, αποτελούν σήμερα υλικό για τα ιστορικά βιβλία. Πρόσφατα μάλιστα, έδειξα τον εαυτό μου, σε μια από αυτές τις φωτογραφίες, στους φοιτητές μου του Queen Mary University of London, Η αντίδρασή τους ήταν: «Δεν φανταζόμασταν ότι είστε τόσο γέρος ...;». Οι συγκεκριμένες φωτογραφίες έχουν πλέον γίνει εικονικά σύμβολα του 20ου αιώνα. Ήταν όμως όντως, μια μοναδική στιγμή στη ζωή μου;
Έχοντας γεννηθεί στο Δυτικό Βερολίνο, ο τοίχος αυτός ήταν μέρος της νιότης μου. Η γενιά μου δεν είχε γνωρίσει κάτι το διαφορετικό. Θέταμε ερωτήματα σχετικά με την ύπαρξη του τείχους, όσο θέτουν ερωτήματα οι Βρετανοί για τη θάλασσα που περικλείει το νησί τους. Μηδέν. Στη πραγματικότητα, ούτε που το προσέχαμε μέσα στη καθημερινότητά μας. Το Δυτικό Βερολίνο ήταν για εμάς, ολόκληρος ο κόσμος μας. Ένα χωριό με συμπεριφορά μητρόπολης. Αν και οι δυτικοί μπορούσαν να περάσουν απέναντι, αγοράζοντας απλά μια βίζα, ελάχιστοι ήταν αυτοί που τους ενδιέφερε το τι συμβαίνει εκεί, στον βαρετό και γκρίζο σοσιαλισμό. Άποψή μας ήταν, πως το τείχος υπήρχε με ευθύνη των ανατολικών. Για πολλούς από εμάς, η Ανατολική Ευρώπη ήταν απλά μια ερημιά, την οποία έπρεπε να διασχίσουμε, αν θέλαμε να πάμε διακοπές στη Δυτική Ευρώπη.
Οι προσωπικές μου γνώσεις σχετικά με την Ανατολή, ήταν ελαφρώς πιο εκτενείς καθώς η μητέρα μου είχε διαφύγει από την Ανατολική Γερμανία και από τους γονείς της, λίγο πριν ανεγερθεί ο τοίχος το 1961. Έτσι λοιπόν επισκεπτόμαστε συχνά τους συγγενείς μας στη βαλτική ακτή.
Όμως το 1989, η αδιαφορία μας ξεπεράστηκε ξαφνικά όταν ξεκίνησε ένα πραγματικό ειδησεογραφικό μπαράζ, σε σχέση με τις αλλαγές που διαδραματίζονταν στην Ανατολική Ευρώπη. Τα ιστορικά δρώμενα έγιναν μια απλή καθημερινή συνήθεια. Έτσι λοιπόν ερμηνεύω την «ανεξήγητη» απάθεια με την οποία παρακολούθησα στις 9/11/89, τον κυβερνητικό εκπρόσωπο της Ανατολικής Γερμανίας, να διαβάζει την ανακοίνωση τύπου για την δυνατότητα ελεύθερης πλέον μετακίνησης των κατοίκων της χώρας.
Δεν ήμουν ο μοναδικός. Οι περισσότεροι φίλοι μου έπεσαν να κοιμηθούν εκείνο το βράδυ, αδιαφορώντας για τα πάντα. Η περιορισμένη ελεύθερη μετακίνηση των ανατολικών, είχε ήδη άλλωστε, αρχίσει να συζητιέται από τη προηγούμενη εβδομάδα.
Ήμασταν όμως και λίγο σοκαρισμένοι. Μήπως είχε γίνει κάποια παρεξήγηση; Σίγουρα η μετακίνηση αλά Λ.Δ.Γ. θα αφορούσε μεγάλες ουρές για βίζα, ένα μόνο μέλος της οικογένειας κάθε φορά, και άλλους παρόμοιους περιορισμούς. Κανένας δεν φαντάστηκε πως οι ανατολικοί θα εκμεταλλεύονταν με δραματικό τρόπο τη κατάρρευση της επικοινωνίας, και θα ξεχύνονταν κατά χιλιάδες πέρα από τα σύνορά τους.
Σε εκείνη την εποχή όπου δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα, εκατομμύρια ανθρώπων κοιμήθηκαν αμέριμνοι, αγνοώντας την ιστορικότητα της στιγμής. Παρεμπιπτόντως, δυο ξαδέλφια μου είχαν ήδη περάσει στη Δύση, μέσω των ανοιχτών, εδώ και κάποιες ημέρες, ουγγρικών συνόρων. Μέχρι να καταφέρουν να φτάσουν στο σπίτι μας, η μισή Ανατολική Γερμανία είχε κιόλας περάσει απέναντι.
Το επόμενο πρωί στο σχολείο, αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε το τι ακριβώς συνέβη. Ο διευθυντής μας πείσθηκε να αναστείλει τα μαθήματα και να μας πάει να επισκεφθούμε τη πύλη του Βρανδεμβούργου. Δεν ήταν πολλοί οι μαθητές που επισκέφθηκαν το τείχος. Οι περισσότεροι προτίμησαν να εκμεταλλευτούν την ελευθερία τους από τα μαθήματα, πηγαίνοντας όπου αλλού ήθελαν. Η ατμόσφαιρα στη περιοχή της Πύλης ήταν σαν σε πανηγύρι. Υπήρχε μια απολιτική ελαφρότητα, την οποία σπάνια αναφέρουν τα ιστορικά βιβλία. Παρόλα αυτά, όταν οι σημερινοί μου φοιτητές με ρωτούν για το πώς αισθανόμουν όταν ήμουν παρών σε αυτό το γεγονός, οφείλω να παραδεχτώ πως ναι, ήταν μια διασκεδαστική εμπειρία, και ναι, ήταν ένα γεγονός που θα άλλαζε τη ζωή μου. Όμως πρέπει επίσης να παραδεχτώ, πως υπήρξαν άπειρα άλλα γεγονότα στη ζωή μου που μου δημιούργησαν μεγαλύτερη συναισθηματική φόρτιση. Ακόμη και τότε, το να προετοιμαστώ για κάποιες σχολικές εξετάσεις, ή το να με απορρίψει κάποια κοπέλα, ήταν πολύ πιο σημαντικές εμπειρίες.
Τίποτα δεν απεικονίζει αυτή την «ασημαντότητα» των ιστορικών συμβάντων στη ζωή ενός εφήβου, όσο η φωτογραφία που τραβήξαμε με τους συμμαθητές μου. Εγώ κοιτάζω προς τη φωτογραφική μου μηχανή. Μόλις μου είχε τελειώσει το φιλμ. Είχα φέρει μόνο ένα ρολό μαζί μου γιατί δεν ήθελα να «χαραμίσω» πολλές στάσεις. Το αποτέλεσμα είναι πως σήμερα διαθέτω μόλις 36 φωτογραφίες από την ιστορική πτώση του τείχους του Βερολίνου, και περίπου 144 από τις καλοκαιρινές μου διακοπές ...;.
Παρατηρώ όμως και μια ελαφριά απόγνωση στο δυσδιάκριτο πρόσωπό μου. Ίσως και να αναλογιζόμουν πως δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να σκέφτομαι να κάνω οικονομία στα φιλμ. Πως θα μπορούσα όμως να μαντέψω, ότι η απουσία της αίσθησης της ιστορικότητας από τη πλευρά μου, θα διατηρείτο στην αιωνιότητα, αφήνοντας με να προσπαθώ σήμερα να δικαιολογήσω τη βλακεία μου στους φοιτητές μου;
Ολοκλήρωσα τη τελευταία μου διάλεξη στη σχολή, δείχνοντας κλιπάκια από ένα ντοκιμαντέρ του BBC, μια συνηθισμένη μίξη συναισθηματικών εικόνων με μουσική κατάλληλη για τη δημιουργία μιας δυνατής δραματουργίας, που όμως απέχει πολύ από το να είναι ιστορικά ακριβής.
Όμως, ακόμη και εγώ δεν μπόρεσα να αντισταθώ από τη δύναμη της μουσικής και των εικόνων. Αναλογίστηκα το πόσο πιο έντονα θα επέδρασαν τα γεγονότα στη ζωή της μητέρας μου. Και ήλπισα, πως μέσα στο σκοτάδι του αμφιθεάτρου, κανένας από τους φοιτητές μου δεν θα πρόσεχε πως τα μάτια μου υγράνθηκαν.
Roland Pietsch, (The First Post)